Αυτό το έργο ξεκίνησε ως πειραματισμός με τον καθρέφτη ως μέσο τέχνης, χρησιμοποιώντας έναν σπασμένο καθρέφτη για να εκφράσω την έννοια του χαμένου εαυτού. Ο θεατής βλέπει μόνο αποσπασματικά κομμάτια του εαυτού του, ποτέ την πλήρη εικόνα. Η ιδέα εξελίχθηκε σε ένα διαδραστικό πείραμα: λέξεις με αφαιρετικό ή πολλαπλό νόημα (κίνητρο, μνήμη, συναίσθημα…) σχηματίστηκαν με μικρές λωρίδες καθρέφτη και τοποθετήθηκαν σε δημόσιους χώρους. Δίπλα, ένα σημειωματάριο προσκαλούσε τους περαστικούς να καταγράψουν τις σκέψεις τους. Το έργο καλεί τον θεατή να σταματήσει, να αναρωτηθεί και να αλληλεπιδράσει με την αντανάκλασή του—τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά.