Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (01/09/2021) το άρθρο με τίτλο "Χάραξη προτεραιοτήτων" του Πρύτανη του Ιονίου Πανεπιστημίου Καθηγητή Ανδρέα Φλώρου.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο:
"H πρώτη εφαρμογή του συστήματος της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) οδήγησε σε μείωση των εισακτέων κυρίως στα Περιφερειακά Πανεπιστήμια. Μια μείωση που υπερβαίνει το 40% κατά μέσο όρο και δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά στην κοινωνία σε σχέση με το μέλλον των Τμημάτων στα οποία ο αριθμός των εισακτέων είναι εξαιρετικά περιορισμένος.
Πριν δοθούν πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα του τι μπορεί να γίνει με τα Τμήματα αυτά, πρέπει να διευκρινιστεί το εξής: ο αριθμός των εισακτέων, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν σχετίζεται με την ποιότητα των ακαδημαϊκών σπουδών που παρέχουν τα Πανεπιστημιακά Τμήματα. Και αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους:
- ο πρώτος σχετίζεται με τα κριτήρια που κατά κύριο λόγο υιοθετούνται από τους μαθητές και τις οικογένειές τους για την επιλογή των σπουδών. Κριτήρια κυρίαρχα δημογραφικά και οικονομικά, οδηγούν μεγάλη πλειοψηφία των υποψηφίων σε επιλογές σπουδών στα μεγάλα αστικά κέντρα, και όχι στην περιφέρεια (ειδικά την νησιωτική), όπου η απόσταση, το υψηλότερο κόστος διαβίωσης, η δυσκολία εύρεσης στέγης αποτελούν σημαντικούς ανασταλτικούς παράγοντες, ειδικά στην εποχή της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας.
- Ο δεύτερος αφορά στο γεγονός ότι τα Πανεπιστήμια εξακολουθούν να μην έχουν σημαντικό ρόλο στην διαδικασία επιλογής των εισακτέων. Για παράδειγμα, παρόλο που το σύστημα της ΕΒΕ επιτρέπει στα ΑΕΙ να ορίσουν - με συγκεκριμένους περιορισμούς - την τιμή της Ελάχιστης Βάσης, δεν καθορίζουν τον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων προς εισαγωγή, ο οποίος διαχρονικά είναι σημαντικά αυξημένος σε σχέση με τον αριθμό που τα Τμήματα και Ιδρύματα εισηγούνται με βάση τις πραγματικές τους δυνατότητες.
Η αξιολόγηση της ποιότητας και της βιωσιμότητας των Πανεπιστημιακών Τμημάτων είναι εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία και δεν πρέπει να περιορίζεται σε ποσοτικά δεδομένα εισαγωγής υποψηφίων στα Πανεπιστήμια, ειδικά όταν αυτά διαμορφώνονται από συνθήκες που δεν καθορίζονται από τα ίδια τα Ιδρύματα. Αντιθέτως, η εξαγωγή ποιοτικών συμπερασμάτων – ειδικά επί θεμάτων ακαδημαϊκής βιωσιμότητας – αποκλειστικά βάσει των αποτελεσμάτων εισαγωγής είναι παρακινδυνευμένη, καθώς δεν λαμβάνει υπ’ όψιν θεμελιώδη ακαδημαϊκά κριτήρια (π.χ. τον αριθμό των μελών διδακτικού προσωπικού, τους διαθέσιμους πόρους και υποδομές, την πορεία και την απασχόληση των αποφοίτων, αλλά και την ποιότητα των προγραμμάτων σπουδών και της εκπονούμενης έρευνας).
Παράλληλα όμως, του όποιου δομικού σχεδιασμού στο πεδίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης πρέπει να προηγείται η χάραξη και υποστήριξη εθνικών προτεραιοτήτων, ούτως ώστε να καταστεί εφικτή η υλοποίηση σύγχρονων προγραμμάτων σπουδών που θα τις υπηρετήσουν. Το παράδειγμα-αντίφαση είναι επίκαιρο όσο ποτέ: μεγάλη μείωση εισακτέων σημειώνεται φέτος στο πεδίο των σπουδών του περιβάλλοντος, την στιγμή που οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δίνουν ηχηρό παρόν. Η αντιμετώπισή τους ως εθνική προτεραιότητα, πως θα γίνει εφικτή, χωρίς την συμβολή της επιστήμης;
Ο αριθμός των 54 χιλιάδων εισακτέων που ζήτησαν τα Πανεπιστήμια την περσινή χρονιά είναι πολύ κοντά σε αυτόν που διαμόρφωσε τελικά το σύστημα της ΕΒΕ. Η υιοθέτηση της τεκμηριωμένης θέσης των Ιδρυμάτων επί των παραμέτρων εισαγωγής αποτελεί προϋπόθεση της ποιοτικής τους λειτουργίας. Η αξιολόγηση της βιωσιμότητάς των όποιων Τμημάτων πρέπει εν συνεχεία να πραγματοποιηθεί στην βάση του συνόλου των ακαδημαϊκών κριτηρίων που χρησιμοποιούνται διεθνώς. Λαμβάνοντας πάντα υπόψιν τις εθνικές προτεραιότητες".